- παρεπίτροπος
- ο юр. помощник комиссара
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παρεπίτροπος — ο (νομ.) δεύτερος επίτροπος ανηλίκου, επιτηρητής τών πράξεων τού κυρίως επιτρόπου και αναπληρωτής του σε περίπτωση αντίθεσης μεταξύ επιτρόπου και επιτροπευόμενου ανηλίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + επίτροπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους… … Dictionary of Greek
απαγόρευση — Δικαστική ή νόμιμη α. είναι η κατάσταση ολικής ανικανότητας για δικαιοπραξία στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης που τον κηρύσσει σε κατάσταση α. (δικαστική α.) είτε από τον νόμο (νόμιμη α.). Σε κατάσταση δικαστικής α … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek